ιχθυοφαγία

ιχθυοφαγία
η питание рыбой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ιχθυοφαγία" в других словарях:

  • ιχθυοφαγία — η (Μ ἰχθυοφαγία) [ιχθυοφάγος] το να τρώει κάποιος ψάρια, ψαροφαγία …   Dictionary of Greek

  • ἰχθυοφαγίας — ἰχθυοφαγίᾱς , ἰχθυοφαγία fish diet fem acc pl ἰχθυοφαγίᾱς , ἰχθυοφαγία fish diet fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰχθυοφαγίαν — ἰχθυοφαγίᾱν , ἰχθυοφαγία fish diet fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιχθυοφαγικός — ή, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιχθυοφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυοφαγία. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • -φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / …   Dictionary of Greek

  • ψαροφαγία — η, Ν [ψαροφάγος] ιχθυοφαγία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»